Τζούλια Ηλιοπούλου-Στράγγα, Ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών

Παρακολουθώντας μακρόθεν, λόγω προσωρινής διαμονής μου στο Λουξεμβούργο, τις πολυπληθείς συζητήσεις και αντεγκλήσεις μεταξύ των συναδέλφων μου συνταγματολόγων σε σχέση με το διαχρονικό και σε όλα τα καθεστώτα ανακύπτον πρόβλημα των υποκλοπών – άλλως επισυνδέσεων, κατά τη σύγχρονη ορολογία – αναρωτήθηκα αν πράγματι η συνταγματική αξιολόγηση των υποκλοπών και μάλιστα και εις βάρος πολιτικών προσώπων, όπως στην περίπτωση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη, και ο προσδιορισμός των νομικών συνεπειών τους είναι τόσο πολύπλοκα ζητήματα, ώστε να χυθεί τόσο μελάνι και να προκληθεί τόσο «συνταγματικό» πάθος. Από την άλλη πλευρά, δεν αμφισβητώ το γεγονός ότι η πολιτική αξιολόγηση είναι ικανή να προκαλέσει ατέρμονες συζητήσεις οι οποίες, όπως είναι φυσικό, ποικίλλουν ανάλογα και με την πολιτική τοποθέτηση των συνταγματολόγων. Χωρίς να αμφισβητώ το ότι το Σύνταγμα είναι νόμος πολιτικός, προσπάθησα σε όλη την ακαδημαϊκή μου πορεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό να οριοθετώ σαφώς τη συνταγματική από την πολιτική αξιολόγηση γεγονότων.

Και όμως η συνταγματική αξιολόγηση των συγκεκριμένων υποκλοπών και των νομικών συνεπειών τους –με εξαίρεση ίσως το πολυπλοκότερο ζήτημα της συνταγματικής νομιμότητας της επίμαχης παρακολούθησης αρχηγού πολιτικού κόμματος και ευρωβουλευτού– δεν απαιτεί σε πολλά ζητήματα παρά στοιχειώδεις γνώσεις συνταγματικού δικαίου. Κυρίως το άμεσο ή έμμεσο αίτημα ορισμένων συναδέλφων μου συνταγματολόγων προς τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να παραιτηθεί, ως δήθεν συνταγματική επιταγή, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στο Σύνταγμα.

Πράγματι στο ελληνικό Σύνταγμα κατοχυρώνεται ρητώς το απόρρητο της «ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο» και μάλιστα ως «απόλυτα απαραβίαστο» (άρθρο 19 παρ. 1 εδάφιο 1). Παρ’όλη όμως αυτή την διακηρυσσόμενη απολυτότητα του απαραβιάστου, το ίδιο το Σύνταγμα στο δεύτερο εδάφιο της ιδίας συνταγματικής διάταξης προβλέπει τη δυνατότητα εξαιρέσεων, ορίζοντας ταυτοχρόνως και τις προϋποθέσεις του επιτρεπτού τους. Ανατίθεται, συγκεκριμένα, στον κοινό νομοθέτη να ορίσει «τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Τέλος, το Σύνταγμα αναθέτει στον νομοθέτη και τον καθορισμό των σχετικών με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής η οποία διασφαλίζει το ανωτέρω απόρρητο. Πράγματι τις ανωτέρω συνταγματικές επιταγές υλοποίησε ο κοινός νομοθέτης βασικά με τον Νόμο 2225/1994 «Για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις» και τον Νόμο 3115/2003 «Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών», όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 87 του Νόμου 4790/2021.

Τρία είναι τα ζητήματα τα οποία ήταν αναγκαίο να κριθούν από συνταγματική σκοπιά: Πρώτον, υπόκειται ο αρχηγός κόμματος ή/και ο βουλευτής στις ανωτέρω εξαιρέσεις του άρθρου 19; Δεύτερον, οι συγκεκριμένες υποκλοπές ήταν νόμιμες ή παράνομες; Τρίτον, η παραίτηση του Πρωθυπουργού ήταν συνταγματικώς επιβεβλημένη; Σε αυτά τα τρία ερωτήματα θα προσπαθήσω να δώσω απαντήσεις με βάση μόνον το ισχύον Σύνταγμα.

Η ευρωπαϊκή διάσταση των υποκλοπών δεν είναι δυνατόν να ερευνηθεί στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου. Περιορίζομαι απλώς να αναφέρω ότι ανάλογη προστασία με το ελληνικό Σύνταγμα παρέχουν και διεθνή κείμενα προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔ της ΕΕ). Η συνταγματική προστασία ενισχύεται συνεπώς, τουλάχιστον καταρχάς, από την ΕΣΔΑ, τον ΧΘΔ της ΕΕ και ιδίως από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εντούτοις, το άρθρα 8 της ΕΣΔΑ (στο οποίο σημειωτέον γίνεται λόγος για προστασία της αλληλογραφίας και όχι των επικοινωνιών) θα μπορούσε να θεωρηθεί, σύμφωνα τουλάχιστον με το γράμμα του, ότι παρέχει μικρότερη προστασία του απορρήτου σε σχέση με το άρθρο 19 παρ. 1 Συντ. Αυτό συμβαίνει διότι το άρθρο 8 παρ. 2 της ΕΣΔΑ ναι μεν απαιτεί και αυτό την ύπαρξη νόμου για την επέμβαση δημόσιας αρχής στο δικαίωμα προστασίας των επικοινωνιών, πλην όμως διευρύνει, σε σύγκριση με το ελληνικό Σύνταγμα, τις εξαιρέσεις για τις οποίες επιτρέπεται η παραβίαση του απορρήτου. Στους λόγους εθνικής ασφάλειας ή  διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων (άρθρο 19 παρ. 1 Συντ.) προστίθενται η δημόσια ασφάλεια, η οικονομική ευημερία της χώρας, η προάσπιση της τάξεως και η πρόληψη ποινικών παραβάσεων, η προστασία της υγείας ή της ηθικής ή η προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων (άρθρο 8 παρ. 2 ΕΣΔΑ).

– Ουσιαστικό και προσωπικό προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ.

Με αφορμή την παρακολούθηση των επικοινωνιών του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ υποστηρίχθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ. περί προστασίας του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου και κυρίως οι εκεί προβλεπόμενες εξαιρέσεις δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί βουλευτών και γενικότερα πολιτικών προσώπων. Για την κατηγορία αυτή εφαρμόζεται η, σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από συναδέλφους, ειδική σε σχέση με το 19 παρ. 1 Συντ. διάταξη του άρθρου 61 Συντ. περί ανευθύνου των βουλευτών, η οποία θεωρείται ότι καθιερώνει ένα ειδικό βουλευτικό απόρρητο. Πιo συγκεκριμένα έγινε επίκληση του άρθρου 61 παρ. 3 Συντ., σύμφωνα με το οποίο ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε. Καταρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι ήδη, σύμφωνα με το γράμμα τους οι διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 1 και 61 παρ. 3 Συντ. έχουν διαφορετικό ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής: προστασία του απορρήτου η μεν, καθιέρωση του ανευθύνου των βουλευτών η δε. Συνεπώς, δεν μπορεί να τεθεί εν προκειμένω ζήτημα για σχέση γενικής και ειδικής διάταξης. Περαιτέρω, ουδαμώς μπορεί να συναχθεί από το Σύνταγμα η βούληση του συντακτικού νομοθέτη να εξαιρέσει τους βουλευτές από την προστασία του απορρήτου στο άρθρο 19 παρ. 1 Συντ. και να τους υπαγάγει σε σχέση με το απόρρητο σε ιδιαίτερο νομικό καθεστώς. Εν πρώτοις, στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 δεν προβλέπεται καμία εξαίρεση ως προς τον κύκλο των προσώπων που εμπίπτουν σε αυτή. Η αποδοχή της άποψης ότι ο συντακτικός νομοθέτης εξήρεσε τους βουλευτές από την προστασία του απορρήτου στο άρθρο 19 παρ. 1 θα οδηγούσε στη δυνατότητα διεύρυνσης της προστασίας των βουλευτών έναντι των λοιπών πολιτών και σε σχέση και με άλλες συνταγματικές διατάξεις, οι οποίες κατοχυρώνουν θεμελιώδη δικαιώματα. Μια τέτοια όμως ερμηνεία θα κατέλυε το σύστημα της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγκαθίδρυσε ο συντακτικός νομοθέτης. Όπου ο τελευταίος θέλησε να διαφοροποιήσει την έκταση της συνταγματικής προστασίας σε σχέση με μια κατηγορία ατόμων, το έπραξε ρητά (όπως λ.χ. στο άρθρο 16 ως προς την προστασία των καθηγητών των ΑΕΙ και αυτήν του υπολοίπου διδακτικού προσωπικού).

Κατά συνέπεια, και οι βουλευτές υπόκεινται κατ’αρχήν στις συνταγματικές εξαιρέσεις της προστασίας του απορρήτου. Είναι δε άλλο το ζήτημα, αν η ιδιότητα του βουλευτή ή και του (απλού) αρχηγού κόμματος θα πρέπει να ληφθεί υποχρεωτικά υπόψη κατά τον έλεγχο της αρχής της αναλογικότητας συγκεκριμένης υποκλοπής. Με δεδομένο ότι ο υποστάς την υποκλοπή αρχηγός κόμματος δεν είναι και βουλευτής, είναι προφανές ότι όλη αυτή η συζήτηση είχε θεωρητική μόνο αξία και δεν σχετίζοταν με την επίμαχη υποκλοπή. Παρ’όλο δε ότι ο αρχηγός του κόμματος έχει και την ιδιότητα του ευρωβουλευτή, θα ξεπερνούσε τα όρια του παρόντος άρθρου η ενασχόληση με αντίστοιχες με το άρθρο 63 Συντ. ρυθμίσεις για το ανεύθυνο, οι οποίες προβλέπονται και στο ενωσιακό δίκαιο για τους ευρωβουλευτές.

– Η συνταγματική αξιολόγηση των υποκλοπών

Υποστηρίχθηκε από ένα σημαντικό αριθμό συναδέλφων μου ότι η συγκεκριμένη πράξη υποκλοπής έναντι του αρχηγού κόμματος είναι παράνομη. Με ελάχιστες εντούτοις εξαιρέσεις, η παρανομία αυτή ούτε εξειδικεύθηκε ούτε θεμελιώθηκε επαρκώς στο Σύνταγμα.

Εισαγωγικά θα πρέπει να λεχθεί ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι πολλαπλός και πολυσχιδής. Η πράξη πρέπει να συνδυάζει την τυπική με την ουσιαστική συμφωνία της με το Σύνταγμα και να στηρίζεται επιπλέον σε μια συνταγματικώς ανεπίληπτη νομοθεσία.

Παρ’όλη την απαξία που νοιώθω για τις υποκλοπές εν γένει, ομολογώ ότι με βάση τα μέχρι σήμερα γνωστά πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη πράξη έχω δυσκολία να σπεύσω να την κρίνω από συνταγματική σκοπιά. Ούτε μπορώ να στηριχθώ για ένα τόσο σοβαρό θέμα που άπτεται και του δημοκρατικού πολιτεύματος σε «διαρροές» ή δημοσιογραφικές εικασίαες. Δεν είναι προς το παρόν γνωστά επαρκή στοιχεία που θα μου επέτρεπαν να κρίνω αντικειμενικά, αν η συγκεκριμένη υποκλοπή στερείται επαρκούς αιτιολογίας ή αν παρεβίασε οπωσδήποτε την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή τον έλεγχο της αναγκαιότητας και καταλληλόλητας του ληφθέντος μέτρου καθώς επίσης συνάφεια της βαρύτητας του μέτρου εν όψει του επιδιωκόμενου σκοπού, που, όπως υποστηρίζεται, ήταν η προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ελλείψει στοιχείων είναι μη δυνατός και ο έλεγχος κατά πόσον έγινε η επιβεβλημένη στάθμιση μεταξύ των δύο συγκρουομένων συνταγματικών αγαθών, της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών και της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, από τα όργανα που απεφάσισαν για την υποκλοπή. Προτού κρίνω συνεπώς τη συνταγματικότητα της υποκλοπής είναι οπωσδήποτε αναγκαία η ύπαρξη περισσοτέρων πληροφοριών, όπως λ.χ. σε ποιά στοιχεία βασίστηκε η εισαγγελεύς ώστε να συναινέσει στην παρακολούθηση ενός ευρωβουλευτή και υποψήφιου αρχηγού κόμματος από την ΕΥΠ. Όταν γίνουν γνωστά περισσότερα από τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση, θα επανέλθω και θα τοποθετηθώ οριστικά με συνταγματικά επιχειρήματα για το κύρος της πάντως εκ πρώτης όψεως αμφιβόλου ουσιαστικής νομιμότητας παρακολούθησης. Γιατί ως προς την τυπική νομιμότητα δεν φαίνεται να αμφισβητείται ότι τηρήθηκαν οι κατά τον νόμο προβλεπόμενες διαδικασίες.

– Σχετικά με τη συμφωνία του ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος με το Σύνταγμα, θεωρώ ότι, τόσο σε σχέση με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 19 Συντ. εγγυήσεις όσο και στην εκεί προβλεπόμενη ανεξάρτητη αρχή στην οποία ανατίθεται η διασφάλιση του απορρήτου, η νομοθεσία, στην οποία στηρίχθηκε η επίμαχη υποκλοπή, εμφανίζεται, εν μέρει τουλάχιστον, ως αμφιβόλου συνταγματικότητας και χρήζει τροποποιήσεων.

Ως προς τις εγγυήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 19 Συντ., θεωρώ ότι ο νομοθέτης δεν εξεπλήρωσε τη συνταγματική εντολή που του δίνεται κατά τρόπο απόλυτα σύμφωνο με το Σύνταγμα. Όπως γίνεται δεκτό στη θεωρία και τη νομολογία, και μάλιστα και αλλοδαπών ανωτάτων δικαστηρίων, η δημοκρατική αρχή επιβάλλει όπως σοβαρές αποφάσεις που άπτονται της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων λαμβάνονται από τον ίδιο τον νομοθέτη και όχι από την διοίκηση. Θεωρώ ότι η υλοποίηση από τον Έλληνα νομοθέτη της συνταγματικής αυτής επιταγής, δηλαδή να ορίσει ο ίδιος κατά το δυνατόν λεπτομερώς τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, δεν πληροί αυτήν την προϋπόθεση. Γενικότερα, θεωρώ ότι η ισχύουσα νομοθεσία είναι αμφιβόλου συνταγματικότητας, διότι ο νομοθέτης παρέλειψε να προσδιορίσει ο ίδιος εγγύτερα αφενός ποιες δημόσιες αρχές και σε ποιες περιπτώσεις μπορούν να ζητήσουν την άρση του απορρήτου και αφετέρου ποια είναι τα μέσα δικαστικής προστασίας που μπορούν να ασκηθούν κατά των σχετικών αποφάσεων.

Με δεδομένο ότι σε ένα Κράτος Δικαίου δεν υπάρχει κατ’αρχήν χώρος, ο οποίος να μην υπόκειται στο δίκαιο και τον δικαστικό έλεγχο, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) υπόκειται και αυτή στο Σύνταγμα και τους νόμους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη για τις λεγόμενες «κυβερνητικές πράξεις» – δηλαδή ορισμένες πράξεις του αρχηγού του Κράτους ή των οργάνων της Κυβέρνησης, οι οποίες συνδέονται με την άσκηση της πολιτικής εξουσίας ή τη λειτουργία της Κυβέρνησης – ένα μέρος της θεωρίας επικρίνει τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας  κατά το μέρος που δέχεται κατ’απόλυτο τρόπο ότι είναι δικαστικά ανέλεγκτες και υποστηρίζει ότι η νομοθετική διάταξη που προβλέπει τον εν λόγω αποκλεισμό από τον δικαστικό έλεγχο είναι αντισυνταγματική.

Ο νομοθέτης θα πρέπει συνεπώς να δραστηριοποιηθεί προς την κατεύθυνση διεύρυνσης του δικαστικού ελέγχου, εγκαθιδρύοντας ευρύτερους και αποτελεσματικότερους τρόπους δικαστικού ελέγχου των πράξεων της ΕΥΠ, οι οποίες περιορίζουν το κατά το Σύνταγμα απόλυτο δικαίωμα απορρήτου των επικοινωνιών. Είναι πάντως αυτονόητο ότι δεν μπορεί να αγνοηθεί από τον νομοθέτη η ιδιομορφία και συγκεκριμένα ο ευαίσθητος χαρακτήρας αυτών των πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία και φέρει την ευθύνη και την υποχρέωση προστασίας της εθνικής ασφάλειας.

Περαιτέρω, θεωρώ ότι η μείωση της παρεχόμενης προστασίας του απορρήτου με το Νόμο 4790/2021 δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατοτητά της με συνταγματικές διατάξεις και αρχές και χρήζει περαιτέρω ελέγχου. Όπως γίνεται συγκεκριμένα δεκτό από μέρος της θεωρίας και εν μέρει και από τη νομολογία, ο κοινός νομοθέτης δεσμεύεται να μη προβαίνει σε ουσιώδεις μεταβολές επί τα χείρω του επιτευχθέντος επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων εν γένει, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών, και μάλιστα κατά τρόπον αυθαίρετο. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση 40/1998 του Αρείου Πάγου, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι νόμος που προβλέπει την απόσβεση αστικών κυρώσεων, πιο συγκεκριμένα αξιώσεων χρηματικής ικανοποίησης από προσβολές της τιμής που τελέστηκαν διά του τύπου και των Μ.Μ.Ε., αντιβαίνει στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Συντ. περί προστασίας της ανθρώπινης αξίας, διότι καταργεί το υφιστάμενο επίπεδο προστασίας και ως εκ τούτου αντίκειται στη συνταγματική προστασία της ανθρώπινης αξίας. Αλλά και το Συμβούλιο της Επικρατείας, σε μερικές αποφάσεις, αντικείμενο των οποίων ήταν οι μειώσεις μισθών και συντάξεων στο Δημόσιο συνεπεία της οικονομικής κρίσης, ελάβε υπόψη του και την ανθρώπινη αξία ως περιορισμό της ελευθερίας του νομοθέτη, χωρίς εντούτοις το Δικαστήριο να καταλήξει στην αντισυνταγματικότητα των επίμαχων ρυθμίσεων λόγω προσβολής της αξίας του ανθρώπου. Από την οπτική αυτή γωνία η πρόσφατη τροποποίση της νομοθεσίας (άρθρο 87 του Νόμου 4790/2021) με την οποία καταργήθηκεε ρητά και σε κάθε περίπτωση η αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ να γνωστοποιεί την λήψη του μέτρου της άρσης του απορρήτου, μετά την λήξη της άρσης, ακόμη και αν δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε (άρθρο 3 του Νόμου 2225/1994), επέφερε σημαντική μείωση της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών και θα μπορούσε να ελεγχθεί ως αντισυνταγματική.

Συμπερασματικά, θεωρώ ότι η ισχύουσα νομοθεσία χρήζει επανελέγχου και συμπλήρωσης. Ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή είναι η πρόσφατη ΠΝΠ, με την οποία προβλέφθηκε η συμμετοχή και δεύτερου εισαγγελέα στη διαδικασία άρσης του απορρήτου. Είναι πάντως ελπιδοφόρο το γεγονός και ταυτοχρόνως ευτύχημα ότι Κυβέρνηση και Αντιπολίτευση συμφωνούν στην ανάγκη ευρύτερης νομοθετικής θωράκισης του απορρήτου των επικοινωνιών, ακόμη και σε περίπτωση που η προστασία αυτή έρχεται αντιμέτωπη με την προστασία της εθνικής ασφάλειας της χώρας.

Οι συνταγματικές συνέπειες της παραβίασης του απορρήτου της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας

Υποστηρίχθηκε κατά κόρον από ομοτέχνους μου, άλλοτε με συνέπεια και άλλοτε όχι, ότι το Σύνταγμα επιβάλλει στον Πρωθυπουργό να παραιτηθεί. Και όμως ο προσδιορισμός των νομικών συνεπειών της παραβίασης του απορρήτου της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας που απορρέουν από το Σύνταγμα είναι μονόδρομος και δεν απαιτεί κατά την άποψή μου ιδιαίτερη συζήτηση μεταξύ των Καθηγητών του Συνταγματικού Δικαίου. Δημιουργείται πραγματικά απορία πως με ελάχιστες εξαιρέσεις η πλειονότητα των συνταγματολόγων υποστηρίζει ότι επειδή η υποκλοπή είναι κατ’αυτούς παράνομη επιβάλλεται υποχρεωτικά η παραίτηση του Πρωθυπουργού και τον καλούν να παραιτηθεί, χωρίς όμως να επικαλούνται κάποιες συνταγματικές διατάξεις ή αρχές για να θεμελιώσουν το σχετικό τους αίτημα. Δεν θα είχα καμμία αντίρρηση και ενδεχομένως θα μπορούσα υπό προϋποθέσεις και να συμφωνήσω με το αίτημα αυτό, εάν καθίστατο σαφές ότι το αίτημα αυτό είναι αμιγώς πολιτικό.

Εντούτοις το Σύνταγμα προβλέπει ρητώς δύο μόνον περιπτώσεις υποχρεωτικής παραίτησης του Πρωθυπουργού στα άρθρα 38 παρ. 2 (σε περίπτωση που εκλείψει ή αδυνατεί για λόγους υγείας να ασκήσει τα καθήκοντά του) και 84 (μετά από πρόταση δυσπιστίας) και δεν προβλέπει άλλη περίπτωση εξαναγκασμού του Πρωθυπουργού σε παραίτηση, όπως λ.χ. ως συνέπεια οιασδήποτε πολιτικής του ευθύνης. Μια τέτοια υποχρέωση παραίτησης δεν μπορεί όμως να θεμελιωθεί ούτε και με κάποια συνταγματική αρχή ή ακόμη και «Συνθήκη του Πολιτεύματος». Κατά συνέπεια, συνταγματική υποχρέωση του Πρωθυπουργού να παραιτηθεί ως κύρωση για την πολιτική ευθύνη, την οποία σημειωτέον ανέλαβε αμέσως ο ίδιος, δεν μπορεί να βρει κάποιο έρεισμα στο ισχύον Σύνταγμα.

Τέλος, νομικές συνέπειες ανακύπτουν σε σχέση με τον θιγέντα αρχηγό του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Πράγματι, εάν δεν είναι εφικτή η καθιέρωση μιας αποτελεσματικής άμεσης δικαστικής προστασίας, ο θιγείς μπορεί να καταφύγει στην έμμεση δικαστική προστασία διεκδικώντας από το Κράτος αποζημίωση με βάση τις διατάξεις περί αστικής ευθύνης. Με δεδομένο ότι σήμερα γίνεται δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία ότι αστική ευθύνη του Κράτους μπορεί να γεννηθεί και από νόμιμες πράξεις, δεν είναι εν προκειμένω αποφασιστικής σημασίας, αν η υποκλοπή ήταν νόμιμη ή παράνομη.

– Επίμετρο: Η πολιτική ευθύνη του Πρωθυπουργού και του θιγέντος αρχηγού κόμματος

Κλείνοντας τη συνταγματική αξιολόγηση των σχετιζόμενων με τις υποκλοπές ζητημάτων θα επιθυμούσα να εκφράσω σύντομα και την προσωπική μου πολιτική αξιολόγηση των υποκλοπών.

Σε αντίθεση με την έλλειψη συνταγματικής επιταγής για παραίτηση, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη πολιτικής ευθύνης του Πρωθυπουργού. Η ευθύνη αυτή είναι αντικειμενική και επιτείνεται ιδιαίτερα μετά την υπαγωγή της ΕΥΠ στο γραφείο του πρωθυπουργού και την επιλογή του διοικητή της ΕΥΠ από τον ίδιο. Η τόλμη του Πρωθυπουργού να ομολογήσει και να αναλάβει ευθύς εξαρχής την πολιτική του ευθύνη δεν επαρκεί. Σίγουρα όμως δεν επαρκεί ούτε και η απομάκρυνση του Αρχηγού της ΕΥΠ και του Διευθυντή του Γραφείου του Πρωθυπουργού. Χωρίς να μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι αρμοδιότητες της ΕΥΠ είναι εκ της φύσης τους ιδιαίτερα ευαίσθητες και απαιτούν εχεμύθεια, εντούτοις ειδικά σε τόσο σοβαρές περιπτώσεις, όπως η παρακολούθηση ενός αρχηγού κόμματος, και μάλιστα της Αντιπολίτευσης, ο Πρωθυπουργός έχει την υποχρέωση να αιτιολογεί επισταμένα τις πράξεις και παραλείψεις του πρωταρχικά ενώπιον του Κοινοβουλίου και σε τελευταίο βαθμό ενώπιον του εκλογικού σώματος. Θα πρέπει να συμβάλει στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού μας συστήματος στην διαλεύκανση ενός τόσο σοβαρού για ένα δημοκρατικό καθεστώς ζητήματος και στην απόδοση ευθυνών στους υπευθύνους.

Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Πρωθυπουργού. η παραίτησή του ή μη. Είναι σφόδρα πιθανό ότι η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να μην παραιτηθεί είναι το προϊόν στάθμισης μεταξύ προσωπικής πολιτικής του ευθιξίας και των συγκεκριμένων συνθηκών που βαρύνουν αυτή τη στιγμή τη Χώρα μας, δηλαδή της ιδιαίτερης έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, της πανευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης, της σαφούς επιδείνωσης της οικονομίας, της καλπάζουσας αύξησης του πληθωρισμού και της πάντα παρούσας πανδημίας. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις, αλλά και οι εν γένει αντιδράσεις των πολιτών ενισχύουν, τουλάχιστον προς το παρόν, την άποψη ότι υπό τις παρούσες συνθήκες η πολιτική επιλογή του Πρωθυπουργού μπορεί να δικαιολογηθεί πολιτικά.

Πολιτική είναι όμως και η ευθύνη του θιγόμενου αρχηγού κόμματος που ανακύπτει από την άρνησή του να συμβάλει στην επάνοδο της πολιτικής ζωής της χώρας στην κανονικότητα και στην ενασχόληση των πολιτικών με τα τρέχοντα καυτά θέματα που μαστίζουν όλη την Ευρώπη και κυρίως με τα ελληνοτουρκικά θέματα που βρίσκονται σε ιδιαίτερη καμπή λόγω του τουρκικού επεκτατισμού. Η προταθείσα από την Κυβέρνηση ενημέρωσή του για τις επίμαχες υποκλοπές από την ΕΥΠ ατομικά δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί υποχρεωτικά ως εξωθεσμική. Η κατάργηση της νομοθετικής ρύθμισης, η οποία προέβλεπε ευρύτερη προστασία του απορρήτου σε σχέση με τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ δεν συνεπάγεται άνευ άλλου τινος ούτε ότι η ενημέρωση απαγορεύεται ούτε ότι μια ενδεχόμενη ενημέρωση από θεσμικό παράγοντα είναι εξωθεσμική. Με δεδομένο τον ευαίσθητο χαρακτήρα των στοιχείων της υποκλοπής θα ήταν, τουλάχιστον σε μια πρώτη φάση, αν όχι πολιτικά επιβεβλημένη, τουλάχιστον ευκταία μια πρώτη ενημέρωση του θιγέντος αρχηγού κόμματος. Άλλωστε μια ενημέρωση δεν θα τον αποστερούσε, εφόσον θεωρούσε ότι η ενημέρωση δεν ήταν ικανοποιητική, από το δικαίωμά του να επανέλθει, και μάλιστα όχι μόνο σε πολιτικό, αλλά και σε νομικό επίπεδο. Βέβαιο είναι ότι η άρνηση αυτή ούτε προσφέρει κάτι στην διαλεύκανση της υπόθεσης, διατηρεί δε την σχετική αβεβαιότητα για την παρανομία ή τη νομιμότητα κρατικών πράξεων εις το διηνεκές. Στο ότι η τακτική αυτή δεν ωφελεί πολιτικά το κόμμα αυτό της αντιπολίτευσης αντικατοπτρίζεται και στις τελευταίες δημοσκοπήσεις.

Για να χυθεί άπλετο φως στις παρακολουθήσεις πρέπει να συμπράξουν όλοι: πρωταρχικά μεν η Κυβέρνηση και ο φέρων την ευθύνη Πρωθυπουργός, αλλά εξίσου επιτακτική είναι και η σύμπραξη της αντιπολίτευσης. Το ζήτημα των υποκλοπών είναι πολύ σοβαρό για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος για να γίνει αντικείμενο πολιτικών παιχνιδιών, ειδικά σε μια εποχή που η χώρα αντιμετωπίζει πολλαπλά και σοβαρά προβλήματα τόσον στο εσωτερικό όσον και στο εξωτερικό.